του
Κωνσταντίνου
Έχουμε δικαίωμα στο χώμα που πατάμε, στο χώμα που μας θρέφει στο χώμα
αυτό που θα μας αγκαλιάσει στην αιωνιότητα. Όλοι εμείς που αυτό το χώμα
το τιμούμε, που σε αυτό το χώμα βλέπουμε το αίμα το προγονικό και από
αυτό το χώμα μυρίζουμε τους ανθούς της ζωής, έχουμε δικαίωμα να
παλέψουμε και να δώσουμε τον νυν υπέρ πάντων αγώνα. Γιατί, αυτό το χώμα
θα είναι μετά από εμάς, θα είναι μετά και από τα παιδιά μας. Αυτό το
δικαίωμα δεν μπορεί να μας το στερήσει κανείς.
Όλοι εσείς, οι άλλοι, που τούτο το χώμα το μολύνετε με κάθε τρόπο
που μπορείτε, που τούτο εδώ το χώμα το ατιμάζετε επειδή δεν είστε άξιοι
ούτε καν να το θωρείτε, να ξέρετε πως θα μας έχετε απέναντί σας και με
εμάς που ακόμη νιώθουμε την λογική μας, που ακόμη τιμάμε τα ιερά και τα
όσιά μας, που ακόμη η καρδιά μας ακούει τις φωνές τις προγονικές, με
εμάς θα παλέψετε για να μπορέσετε να κλέψετε αυτά που δεν σας ανήκουν.
Κι εσείς οι υπόλοιποι, που βρεθήκατε απαίδευτοι και γείρατε από το
βάρος του καιρού, εσείς που δεν μπορείτε να σταθείτε εκεί που το αίμα
σας προστάζει, μην σκιάζεστε. Ετούτοι που είδαν την ευκαιρία για να σας
κλέψουν την ζωή, δεν πρόκειται να σταματήσουν μέχρι να το πετύχουν.
Προκάμετε, λοιπόν, πατριώτες… Προκάμετε επειδή είναι βαρύ το τίμημα της
λευτεριάς. Της λευτεριάς που κερδίζεται και που δεν χαρίζεται. Εάν
σταθείτε τώρα, εάν κουράστηκε η ψυχή σας, ένα να ξέρετε, θα σας
λιανίσουν επειδή άλλο δεν ξέρουν να κάνουν οι γενίτσαροι ετούτοι. Θα σας
λιανίσουν επειδή τρέμουν μην και σηκώσετε το κεφάλι, μην και βρείτε τα
κουράγια εκείνα που το αίμα έχει κρυμμένα στις αποθήκες της καρδιάς και
της ψυχής σας.
Τι κι αν οι δρόμοι σήμερα είν’ αδειανοί…! Τι κι αν τα κεφάλια των
περσότερων είναι σκυμμένα και το μυαλό πετάει σε όσα χαθήκαν…! Κάντε
λοιπόν ένα βήμα, να σηκωθούν τα κεφάλια, να γεμίσουν οι δρόμοι με φωνές
και με τα χέρια μας να πάρουμε πίσω το βιός μας… Ένα βήμα, μία καλή
αρχή, ετούτο μας χρειάζεται για να σηκωθούμε και να πάμε ψηλά, στα
ψηλότερα, μακριά από ετούτα τα σκοτάδια που τα σκυλιά θέλουν να μας
κλείσουν.
Κοίτα με στα μάτια πατριώτη και πες μου… τι μας χωρίζει; Να σου πω
εγώ; Τίποτες πέρα από αυτούς που βάζουν ζιζάνια για να μας έχουν χώρια.
Γιατί, μας φοβούνται σαν είμαστε μαζί. Μας τρέμουν, όπως τρέμει ο
κλέφτης τον νοικοκύρη, όπως τρέμει ο εγκληματίας τον σοφό δικαστή, όπως
τρέμουν οι διαόλοι το φως…
Αδερφέ, σύντροφε, πατριώτη, πες με όπως εσύ θες. Μα ένα να ξέρεις.
Αν σήμερα δεν μονοιάσουμε, αν σήμερα δεν βρούμε τα κουράγια να πιαστούμε
από το χέρι, αν ετούτο τον βαρύ καιρό δεν παλέψουμε, ένα να ξέρεις…
αύριο δεν θα έχει μείνει τίποτε για να παλέψουμε να το πάρουμε. Θα τα
έχουν πάρει όλα.
Και δεν είναι μόνο η γης, το σπίτι και το βιός σου… δεν είναι που
θα σου πάρουν το χαμόγελο από τη γυναίκα και τα παιδιά σου… θα σου
κλέψουν την περηφάνια, θα σου βρωμίσουν τα ιερά σου, θα σου ποδοπατήσουν
την τιμή σου. Και τότε, όλοι μας, σαν έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε
ντροπιασμένοι… από ένα τσούρμο λεχρίτες.
Εγώ σου τά ‘πα και σου απλώνω το χέρι.
Έλα, έχουμε δρόμο μπροστά μας. Κι έχουμε πολλά να κάνουμε.
Οι μυρωδιές της γης σε λίγο θα αρχίσουν να ξεπηδούν και να καλούν όσους λατρεύουν την ζωή.
Έλα σου λέω… κι ο θερισμός σιμώνει…
Έλα κι οι τυχεροί θα ασπαστούν με τους αγγέλους στ’ άστρα…